- φαλαινοθηρικός
- η , ό[ν] китобойный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαλαινοθηρικός — ή, ό, Ν [φαλαινοθήρας] 1. φαλαιναλιευτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το φαλαινοθηρικό (αλιευτ.) πλοίο ειδικής κατασκευής και κατάλληλα εξοπλισμένο για την αλιεία φαλαινών … Dictionary of Greek
φαλαινοθηρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη θήρα (αλιεία) των φαλαινών: Φαλαινοθηρικό πλοίο. 2. το ουδ. ως ουσ., φαλαινοθηρικό πλοίο ειδικά εξοπλισμένο για το κυνήγι, την αλιεία φαλαινών και την επεξεργασία της σάρκας τους: Στόλος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)